κοσμολογικός

κοσμολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοσμολογικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμολογικός — ή, υ (Α κοσμολογικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμολογία, κοσμογονικός νεοελλ. φρ. «κοσμολογική ακτινοβολία» αστρον. ακτινοβολία ηλεκτρομαγνητικής φύσης που προέρχεται από όλες τις διευθύνσεις τού διαστήματος και η προέλευσή της …   Dictionary of Greek

  • cosmológico — ► adjetivo ASTRONOMÍA Que tiene relación con la cosmología: ■ hipótesis cosmológica. * * * cosmológico, a adj. De la cosmología. * * * cosmológico, ca. (Del gr. κοσμολογικός). adj. Perteneciente o relativo a la cosmología. * * * ► adjetiv …   Enciclopedia Universal

  • cosmológico — cosmológico, ca (Del gr. κοσμολογικός). adj. Perteneciente o relativo a la cosmología …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”